Το επάγγελμα του ήταν αρχιτέκτονας, πολιτικός μηχανικός και τοπογράφος. Έχτιζε σχολεία για λογαριασμό του Υπουργείου Παιδείας σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Ξεσπώντας ο ελληνοϊταλικός πόλεμος αναλαμβάνει να κρύψει όλα τα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου και της Ακρόπολης.
Ξεσπώντας ο ελληνοϊταλικός πόλεμος αναλαμβάνει να κρύψει όλα τα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου και της Ακρόπολης.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε ο γιος του Νικόλαος Σταματίου στο περιοδικό «Έψιλον» της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, στις 17-4-1994 αναφέρεται:
«Τα συνεργεία του δούλευαν νυχθημερόν. Έσκαψαν βαθιά στον βράχο, σε διάφορα σημεία της Ακρόπολης και τοποθέτησαν προσεχτικά τα αρχαία. Πάνω στο στρώμα του κοσκινισμένου χώματος με το οποίο τα έθαψαν, τοποθέτησαν πέτρες και, στο τέλος, κάλυψαν τις τάφρους με οπλισμένο σκυρόδεμα.
Στα σχέδια του όλου έργου, που κρατήθηκαν μυστικά, είχε σημειώσει τις καλυμμένες διόδους από τις οποίες μετά το τέλος της τραγωδίας θα μπορούσαν να έλθουν στην επιφάνεια τα πολύτιμα αντικείμενα».
Ερχόμενοι οι Γερμανοί στην Αθήνα ήθελαν να «βουτήξουν» τα αρχαία και να τα στείλουν στην χώρα τους, μαθαίνουν πως τα είχε κρύψει ο Σταματίου. Τον καλούν στην Κομαντατούρ, τον υποβάλλουν σε βασανιστήρια, αλλά αρνείται να συνεργαστεί μαζί τους.
Στις αρχές του 1944 ένοπλοι ταγματασφαλίτες, πηγαίνουν στην δουλειά του για να τον συλλάβουν, χωρίς κανείς να ξέρει τον στόχο και τον σκοπό. Τα καταφέρνει να το σκάσει για το βουνό στους αντάρτες.Επιστέφει μετά την απελευθέρωση στη δουλειά του και οργανώνει την αποκατάσταση των θαμμένων εκθεμάτων του Μουσείου. Τον έχουν όμως βάλει στο στόχαστρο οι «απέναντι» επειδή «ερευνούσε κάποιες υποθέσεις οικονομικών σκανδάλων περί το Πανεπιστήμιο και την Αρχαιολογική Υπηρεσία»,που είχαν γίνει με τις...ευλογίες των γερμανών κατά την κατοχή από τους έλληνες συμεργάτες τους.
Τον κατηγορούν για «κομμουνιστική ανταρσία με μοναδικό τεκμήριο το ότι είχε βοηθήσει μια πεινασμένη γειτόνισσα που ήταν μάνα «κομμουνιστοσυμμορίτη». Στις 18 Μαρτίου 1948 «συλλαμβάνεται», αλλά αρνείται να συνεργαστεί με τις αρχές. Η δίκη του γίνεται στις 12 Απριλίου 1949 χωρίς καμία απόδειξη ενοχής απέναντι του,ενώ ο ίδιος βρίσκεται εξόριστος στην Ικαρία από το 1948.
Η εφημερίδα «Δημοκρατικός Τύπος» της 23-6-1950 αναφέρει: «…ηθέλησαν να του κουρελιάσουν την προσωπικότητα κι επειδή δεν το κατόρθωσαν τον έστειλαν στις Σ.Φ.Α. Μακρονήσου και τον παρέδωσαν στους βασανιστάς Σούλη και Μηλιάδη».
Μέρες ολόκληρες τον βασάνιζαν για να του αποσπάσουν τη δήλωση μετανοίας.
Τον έγδυναν, τον έδερναν, τον βουτούσαν στην θάλασσα και πάλι, μέχρι που έχανε τις αισθήσεις του. Επειδή, δεν έβγαλαν τίποτε μ΄αυτή τη μέθοδο, τον κρέμασαν ανάποδα για τρεις μέρες και του έβγαιναν οι ακαθαρσίες από το στόμα.
Τον βασάνισαν αφάνταστα, του αχρήστευσαν το αριστερό του χέρι, του στραμπούληξαν τα γεννητικά του όργανα και του πολτοποίησαν τα σπλάχνα.
Κάτω από τα ανήκουστα και τα αβάσταχτα βασανιστήρια, έκοψε τις φλέβες του κι έπεσε στη θάλασσα. Τον έβγαλαν όμως ζωντανό για να συνεχίσουν το κανιβαλικό τους όργιο.
Ξαφνικά όμως αντιλήφθηκαν πως θα πέθαινε και για να μην τους πεθάνει στα χέρια και δημιουργηθεί θόρυβος τον μεταφέρουν στο αναρρωτήριο Αβέρωφ χωρίς καμία ιατρική περίθαλψη, μη επιτρέποντας ούτε στους δικούς του να τον δουν.
Μετά τον μετέφεραν στο Πολιτικό Νοσοκομείο υπό φρούρησιν, τελείως παραμορφωμένον, όπου και υπέκυψε από τις κακοποιήσεις την 16η Ιουλίου 1949».
Σώθηκε όμως η προκάτ «δήλωση μετανοίας» την οποία του είχαν ετοιμάσει οι δήμιοι του. Την έσερνε παντού μαζί του μήπως και κάπου έκανε πίσω για να την υπογράψει. Αλλά ακόμη και στις τελευταίες του ούτε καν το σκέφτηκε.
Έμεινε ανυπόγραφη: «μέχρις εσχάτων».
Στα σχέδια του όλου έργου, που κρατήθηκαν μυστικά, είχε σημειώσει τις καλυμμένες διόδους από τις οποίες μετά το τέλος της τραγωδίας θα μπορούσαν να έλθουν στην επιφάνεια τα πολύτιμα αντικείμενα».
Ερχόμενοι οι Γερμανοί στην Αθήνα ήθελαν να «βουτήξουν» τα αρχαία και να τα στείλουν στην χώρα τους, μαθαίνουν πως τα είχε κρύψει ο Σταματίου. Τον καλούν στην Κομαντατούρ, τον υποβάλλουν σε βασανιστήρια, αλλά αρνείται να συνεργαστεί μαζί τους.
Στις αρχές του 1944 ένοπλοι ταγματασφαλίτες, πηγαίνουν στην δουλειά του για να τον συλλάβουν, χωρίς κανείς να ξέρει τον στόχο και τον σκοπό. Τα καταφέρνει να το σκάσει για το βουνό στους αντάρτες.Επιστέφει μετά την απελευθέρωση στη δουλειά του και οργανώνει την αποκατάσταση των θαμμένων εκθεμάτων του Μουσείου. Τον έχουν όμως βάλει στο στόχαστρο οι «απέναντι» επειδή «ερευνούσε κάποιες υποθέσεις οικονομικών σκανδάλων περί το Πανεπιστήμιο και την Αρχαιολογική Υπηρεσία»,που είχαν γίνει με τις...ευλογίες των γερμανών κατά την κατοχή από τους έλληνες συμεργάτες τους.
Τον κατηγορούν για «κομμουνιστική ανταρσία με μοναδικό τεκμήριο το ότι είχε βοηθήσει μια πεινασμένη γειτόνισσα που ήταν μάνα «κομμουνιστοσυμμορίτη». Στις 18 Μαρτίου 1948 «συλλαμβάνεται», αλλά αρνείται να συνεργαστεί με τις αρχές. Η δίκη του γίνεται στις 12 Απριλίου 1949 χωρίς καμία απόδειξη ενοχής απέναντι του,ενώ ο ίδιος βρίσκεται εξόριστος στην Ικαρία από το 1948.
Η εφημερίδα «Δημοκρατικός Τύπος» της 23-6-1950 αναφέρει: «…ηθέλησαν να του κουρελιάσουν την προσωπικότητα κι επειδή δεν το κατόρθωσαν τον έστειλαν στις Σ.Φ.Α. Μακρονήσου και τον παρέδωσαν στους βασανιστάς Σούλη και Μηλιάδη».
Μέρες ολόκληρες τον βασάνιζαν για να του αποσπάσουν τη δήλωση μετανοίας.
Τον έγδυναν, τον έδερναν, τον βουτούσαν στην θάλασσα και πάλι, μέχρι που έχανε τις αισθήσεις του. Επειδή, δεν έβγαλαν τίποτε μ΄αυτή τη μέθοδο, τον κρέμασαν ανάποδα για τρεις μέρες και του έβγαιναν οι ακαθαρσίες από το στόμα.
Τον βασάνισαν αφάνταστα, του αχρήστευσαν το αριστερό του χέρι, του στραμπούληξαν τα γεννητικά του όργανα και του πολτοποίησαν τα σπλάχνα.
Κάτω από τα ανήκουστα και τα αβάσταχτα βασανιστήρια, έκοψε τις φλέβες του κι έπεσε στη θάλασσα. Τον έβγαλαν όμως ζωντανό για να συνεχίσουν το κανιβαλικό τους όργιο.
Ξαφνικά όμως αντιλήφθηκαν πως θα πέθαινε και για να μην τους πεθάνει στα χέρια και δημιουργηθεί θόρυβος τον μεταφέρουν στο αναρρωτήριο Αβέρωφ χωρίς καμία ιατρική περίθαλψη, μη επιτρέποντας ούτε στους δικούς του να τον δουν.
Μετά τον μετέφεραν στο Πολιτικό Νοσοκομείο υπό φρούρησιν, τελείως παραμορφωμένον, όπου και υπέκυψε από τις κακοποιήσεις την 16η Ιουλίου 1949».
Σώθηκε όμως η προκάτ «δήλωση μετανοίας» την οποία του είχαν ετοιμάσει οι δήμιοι του. Την έσερνε παντού μαζί του μήπως και κάπου έκανε πίσω για να την υπογράψει. Αλλά ακόμη και στις τελευταίες του ούτε καν το σκέφτηκε.
Έμεινε ανυπόγραφη: «μέχρις εσχάτων».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου