Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Πάφου,την Τσάδα στις 27 Φεβρουαρίου 1938 . Πατέρας του ήταν ο αστυνομικός Μιλτιάδης Παλλήκαρος και μητέρα του η Αφροδίτη Παπαδανιήλ κόρη του ιερέα της Τσάδας.Είναι ο μικρότερος από τους αγωνιστές της Κύπρου, που άφησε την τελευταία του πνοή στην αγχόνη, για την λευτεριά. Στο Γυμνάσιο η οικογένεια μετακομίζει στην Πάφο. Στα 15 του δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα σε κυπριακή εφημερίδα. Ακολουθούν πολλά ακόμη πατριωτικά κι ερωτικά ποιήματα. Παιδί ακόμη καθόταν με τις ώρες στην ακρογιαλιά και στυλώνοντας το βλέμμα του στον ορίζοντα, ποθούσε να δει κάτι, έστω μια στήλη καπνού, από την Ελλάδα.
«Την Ελλάδα αγαπώ, αλλά κι εσένα
μ’ έναν έρωτα μεγάλο κι αληθινό
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό».
Την 1η Ιουλίου 1953 οι Άγγλοι γιορτάζουν τη στέψη της νέας βασίλισσας. Οι Άγγλοι έχουν πάρει το Ιακώβειο γυμναστήριο της πόλεως, για να γιορτάσουν. Οι μαθητές εξοργίσθηκαν και με μπροστάρη τον Ευαγόρα κάνουν διαδήλωση ζητώντας ν’ αδειάσει το γυμναστήριο κι οι άλλοι χώροι, από τους Άγγλους στρατιώτες. Στην κεντρική πλατεία ο Ευαγόρας κατεβάζει την Αγγλική σημαία και οι μαθητές την κουρελιάζουν και την καίνε, φωνάζοντας συνθήματα κατά των Άγγλων. Η γιορτή ματαιώνεται. Στην παιδική ψυχή του Ευαγόρα, έχει ανάψει η φλόγα για τη λευτεριά.
Δύο χρόνια αργότερα, βγαίνει οργανωμένος πια, στον αγώνα. Στη δεκαήμερη εκδρομή του σχολείου του στην Ελλάδα, επισκέφτηκε τους ιερούς γι’ αυτόν τόπους, την Ακρόπολη, τους Δελφούς την Ολυμπία. Όλοι τον ικετεύουν να μείνει και να τελειώσει το γυμνάσιο στην Ελλάδα, για ν’ αποφύγει τη σύλληψη και την εκτέλεση από τους Άγγλους που τον καταζητούσαν. Η απάντησή του ήταν, ότι ανήκει στην Κύπρο. Στις 4 Δεκεμβρίου 1955 δηλώνει στον πατέρα του, πως θα πάει στο βουνό να συνεχίσει τον αγώνα. Στην συνέχεια πηγαίνει στο σχολείο του κι αφήνει πάνω στην έδρα, το περίφημο τραγούδι του αποχαιρετισμού, προς τους συμμαθητές και τους καθηγητές του.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη λευτεριά.
Στις 19 Δεκεμβρίου 1956 οι Άγγλοι συλλαμβάνουν τον Ευαγόρα και στις 25 Φεβρουαρίου 1957 τον καταδικάζουν σε θάνατο. Όλος ο κόσμος αρχίζει μια γιγαντιαία προσπάθεια να σώσει τον νεαρό μαθητή. Η Ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να αποτρέψει την εκτέλεσή του. Η Βουλή των Ελλήνων στέλνει τηλεγραφήματα προς την Βουλή των Κοινοτήτων και τα Ηνωμένα Έθνη. Σαράντα Εργατικοί Άγγλοι βουλευτές, ευρωπαϊκές συντεχνίες, ο Αμερικανός Γερουσιαστής Fulton, απλοί πολίτες, προσπαθούν αν ματαιώσουν αυτή την εκτέλεση. Ο Χάρτιγκ όμως και η Αγγλική διπλωματία απορρίπτει την απονομή χάριτος.
Ο Ευαγόρας δεν πτοείται. Στο τελευταίο γράμμα του δηλώνει: «Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί».
Απαγχονίστηκε στις 14 Μαρτίου 1957(00.02), σε ηλικία μόλις 19

ετών. Ήταν ο νεαρότερος αλλά και ο τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους.
Οι Άγγλοι δεν τόλμησαν να δώσουν τη σορό του στους δικούς του, φοβούμενοι τις ταραχές που θα ακολουθούσαν. Έτσι μαζί με τον Γρηγόρη Αυξεντίου και τους άλλους ήρωες, είναι θαμμένος μέσα στις φυλακές της Λευκωσίας. Στα Φυλακισμένα Μνήματα.


-Μετά την εκτέλεσή του, ο Ροδίτης μαθητής Φώτης Βαρέλης, του αφιερώνει το παρακάτω υπέροχο ποίημα:
Εψές πουρνό, μεσάνυχτα, στης φυλακής την μάντρα,
μες στης κρεμάλας την θηλιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.

Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοί συμμαθητάδες του μαυρ’ όνειρο δεν είδαν
κι η νια που τον ορμήνευε δεν άκσε νυχτοπούλι.
Εχθές πουρνό, μεσάνυχτα, θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζίν, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανίν απλώνει ο ναύτης
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνουν η πρώτη η άτακτη κι η τρίτη που διαβάζει
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
-Παρόντες όλοι; - Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
-Παρόντες!! λέει ο δάσκαλος και με φωνή που τρέμει:
Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω κι ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητό ετούτοι κι όλη η τάξη.

-Παλληκαρίδη, άριστα! Ευαγόρα πάντα πρώτος!
Στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι
και του σκολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τόπε κι απλώθηκε σιωπή πα στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα σκεπάζανε της τάξης τα θρανία
έξω από ‘κείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.
Categories:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου