Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ από τον Νίκο Μπελογιάννη (γιός)*

 



Όταν περί τα μέσα του 1979 διαδόθηκε στο ΚΚΕ εσωτερικού ότι ο Μανόλης αποφάσισε ξαφνικά να γίνει Αθηναίος, στον Θούριο επικράτησε ενθουσιασμός. Ήδη όσο βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη περιμέναμε κάθε κάθοδό του προς τα λημέρια μας και ήταν φανερό ότι είχαμε καλή χημεία μαζί του: Αντιπαθούσαμε όσο κι αυτός την ξύλινη κομματική γλώσσα και τους κομματικούς δεινόσαυρους και συντονιζόμασταν καλά με το υποχθόνιο και διαβρωτικό χιούμορ του. Οι συναντήσεις ήταν προφανώς αραιές, αλλά αρκετές για να καταλάβει κι αυτός ότι έβρισκε κάποια ευήκοα ώτα που δεν τα διέθετε στην συμπρωτεύουσα.

Δεν εξετάσαμε ποτέ τι ώθησε τον Μανόλη να εγκαταλείψει την πόλη με την οποία είχε ταυτισθεί.
Μια εκδοχή ήταν η διάλυση του κοινωνικού ιστού και η διάλυση σε μεγάλο μέρος των ανθρώπινων σχέσεων που είχαν προκαλέσει οι σεισμοί του Ιουνίου 1978. Μια άλλη ήταν ότι ο στενός κύκλος της σαλονικιάς διανόησης είχε αρχίσει να καταπιέζεται από την κατά κράτος ιδεολογική κυριαρχία του Αγίου Ορους, του παναγριώτατου μητροπολίτη και των θεουσών με τα κομποσχοίνια.
Υπήρχε και μια τρίτη εκδοχή: Ο Μανόλης ήταν από τα πιο σεβαστά πρόσωπα στην πόλη και αυτό πρέπει να του προκαλούσε ασφυξία. Ηταν αναγκασμένος να διατηρεί συνεχώς μια σοβαροφάνεια, την οποία πολύ θα ήθελε να τσαλακώσει, αλλά στην Θεσσαλονίκη ήταν πια αδύνατον, γιατί θα νόμιζαν όλοι ότι άρχισε να τα χάνει. Αντίθετα, στο αθηναϊκό χωνευτήρι όλα γίνονταν πιο εύκολα.
Η εγκατάσταση του ποιητή στην μακρυνή Πεύκη (που μόλις είχε πάψει να λέγεται Μαγκουφάνα) ήταν για μας πολύ βολική, γιατί η αφετηρία των λεωφορείων ήταν, όπως και σήμερα, στην οδό Στουρνάρα δίπλα στα γραφεία του Ρήγα Φεραίου (Σολωμού-Γ΄ Σεπτεμβρίου).
Ενα τηλεφώνημα λοιπόν και ακολουθούσε ταβέρνα στη γειτονιά του με ατέρμονες συζητήσεις, όπου έπρεπε κάθε στιγμή να είσαι σε επιφυλακή για να πιάσεις την ατάκα του, που θα την έριχνε μόνον άπαξ.
Ηταν φανερό ότι είχε βρει το τημ που χρειαζόταν για να στήσει μια από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές πλάκες του 20ού αιώνα. Ένα απόγευμα την άνοιξη του 1981 έρχεται ο υπεύθυνος για τα πολιτιστικά, ο Κωστής Λιόντης, να μας αναγγείλει ότι ο Μανόλης συστήνει έναν αξιόλογο καινούργιο ποιητή, το όνομά του Μανούσος Φάσσης, τον οποίο παρακαλεί αν μπορούσαμε να πρωτολανσάρουμε στον Θούριο.
Μας ενεχείρισε μια σειρά από ποιηματάκια με τίτλο ‘Παιδική μούσα’. Το ένα ήταν αφιερωμένο στην άφιξη του Ρομάν Πολάνσκι και της Ναστάζια Κίνσκι στην Αθήνα για την πρεμιέρα της ταινίας ‘Τές’ (που κανείς μας βέβαια δεν είχε δει). Το ποίημα άρχιζε:
Ενας λεβέντης Πολωνός
Κατέβαινε την Σόλωνος
Γύρισα κι είδα τον Ρομάν
Πολάνσκι νάναι στο βολάν
Στο πλάι του η Ναστάζια
Ολα φιλιά και νάζια…
Και παρακάτω το παιχνίδι αγρίευε με την επίκληση προς τον σκηνοθέτη:
…Αγαπημένε Πολωνέ
Ελα να γραφτείς στην ΚΝΕ
Τη συνείδησή σου άκου
Και τα λόγια του Φαράκου…
Ηταν η εποχή που η ΚΝΕ είχε κυκλοφορήσει κεντρικά ένα βιβλιαράκι του Φαράκου με τίτλο ‘Για την ταξική, πατριωτική, δημοκρατική διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς’ και με έμπνευση από τον αγιατολλάχ Χομεϊνί. Προέβλεπε μέχρι και την επιστροφή των κνιτισσών στο σπίτι τους πριν τα μεσάνυχτα, πράγμα που είχε οδηγήσει σε άφθονες φάρσες στις συνοικίες από τα γραφεία του ‘Ρήγα’ σε βάρος των αντίστοιχων της ΚΝΕ. Για τους κνίτες το βιβλίο αποτέλεσε για χρόνια το Κοράνι τους.
Η δημοσίευση των ποιημάτων του Μανούσου Φάσση στον ‘Θούριο’ ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από κομματικής πλευράς. Στον ‘Θούριο’ είχαμε πονηρευτεί ήδη από το όνομα Μανούσος, με δεδομένη την καταγωγή του Αναγνωστάκη από τα Χανιά, χωρίς μάλιστα να ξέρουμε ότι όταν ήταν μικρός τον φώναζαν Μανούσο. Ετσι, όταν εμφανίστηκε η δεύτερη σειρά ποιημάτων, ήμασταν πέρα για πέρα αποφασισμένοι να τα δημοσιεύσουμε.
Δύσκολη δουλειά!
Ηταν τρία ποιήματα, από ένα για μια ρηγίτισσα, μια κνίτισσα και μια μαοϊκιά της ΠΠΣΠ. Ενδεικτικά, το τρίτο τελείωνε ως εξής (ο ποιητής απευθύνεται προς την μαοϊκιά αγωνίστρια, ο Τσου που αναφέρει ήταν ο Τσού Εν Λάι, μανδαρίνος του μαοϊκού καθεστώτος):
…Τον έρωτα άκου πώς υμνεί
Ο Μάο κι ο γίγαντας ο Τσού
Με τη γιγαντιαία τσουτσού
Άρχισε λοιπόν μια μάχη με τους δικούς μας μανδαρίνους, κομματικούς γέρους αλλά και νεότερους στην ηγεσία του ‘Ρήγα’, που απαιτούσαν τα ποιήματα να ριφθούν στο πυρ το εξώτερον. Όμως ο Μανόλης ήδη είχε αρχίσει να μας δίνει ‘κλειδιά’ για τον γρίφο. Σε ένα προγενέστερο ποίημα, ο Μανούσος Φάσσης είχε γράψει:
…Ημουν ψόφιος απ’ τη νύστα
Κι είπα στην ρεσεψιονίστα
Θέλω άνεσιν σουίτας
Είμαι ποιητής της ήττας
«Παιδιά, συνέλθετε», θυμάμαι πως φώναζα, «ο Μανούσος Φάσσης ποιητής της ήττας; Δεν βλέπετε ότι ο Μανόλης δίνει τα κλειδιά για να τον αναγνωρίσουμε; Και, σε κάθε περίπτωση, θάχετε τα μούτρα σε ένα-δυό χρόνια να σας κοπανάνε ότι ξαναλογοκρίνατε τον Αναγνωστάκη, αυτή τη φορά ως ανανεωτές;»
Τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν και οι κνίτες, που τότε ήταν στρατός κατοχής μέσα στα ΑΕΙ, τα φωτοτυπούσαν και τα μοίραζαν, για να δουν όλοι την κατάντια των ρεβιζιονιστών. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που περίμεναν, άγριο γέλιο σ’ όλες τις σχολές.
Δεν ήταν βέβαια αυτό που προκάλεσε το να μείνει το ΚΚΕεσωτερικού εκτός Βουλής τον Οκτώβριο του 81, αλλά η συνολική επιλογή της Ελλάδας να μπει στον Τρίτο Κόσμο ψηφίζοντας τον Ανδρέα για σοσιαλισμό στις 18.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Λιόντης ήταν αυτός που θα δημοσίευε την μεγάλη ‘αποκάλυψη’, την πραγματική ταυτότητα του Μανούσου Φάσση. Εγώ είχα προ πολλού ‘πάει σπίτι μου’ και, διαβάζοντας πια όλο το ιστορικό, σκεφτόμουν με τρόμο ότι μπορούσα να είχα λογοκρίνει τον Αναγνωστάκη!

*Υπεύθυνη για το κείμενο η Ελένη Σκάβδη, δημοσιογράφος που μας τροφοδοτεί με το αστείρευτο πνεύμα της
Categories:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου