Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

Νικόλας Άσιμος - Κι αν ήταν ροκ! *

 



Είναι πολύ δύσκολο να αναζητήσεις και να ερευνήσεις για έναν άνθρωπο που όπως πολύ σωστά ειπώθηκε κάποια χρονική στιγμή από φίλους του «ήταν ένας άνθρωπος που δεν έζησε ποτέ».

 Ο Νικόλας Άσιμος ήταν μία οντότητα, όπως έλεγε κι ο ίδιος, ανατρεπτική όχι μόνο για τους άλλους, αλλά και για τον ίδιο. Η δική του ζωή μοιάζει με εκείνα τα παραμύθια που ενώ έχουν μία ωραία αρχή, το τέλος είναι πάντα δυσνόητο και άσχημο και αυτό διότι πάντα μένει ένα αναπάντητο γιατί... 

Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή, διότι η διαφορά ανάμεσα σε αρχή και τέλος είναι τεράστια και καταδεικνύει το πόσο μπορεί ένας άνθρωπος, ευαίσθητος να επηρεαστεί από δύσκολες καταστάσεις μιας πολύ παράξενης εποχής... 

Γεννημένος στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη, όπου οι γονείς του μεταφέρθηκαν εκεί μόνο για τη γέννησή του και στη συνέχεια επέστρεψαν στην Κοζάνη, ο Νικόλαος Ασημόπουλος, έζησε μέχρι τα 18 του χρόνια όταν και πήγε στη συμπρωτεύουσα ξανά και αυτό γιατί πέρασε στο Νεοελληνικό Τμήμα Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου. Στην Κοζάνη όπου έζησε βοηθούσε τον πατέρα του Λάζαρο, ο οποίος ασχολούταν με εμπόριο γυαλικών, σαν το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, αφού είχε άλλα δύο αδέρφια μικρότερα, το Βασίλη και το Δημήτρη. Τη μητέρα του τη λέγανε Μαρία. Ο Νικόλας από μικρός ασχολούταν με τον αθλητισμό και είχε ιδιαίτερες διακρίσεις στον στίβο, στο άλμα εις ύψος, όπου και το 1965 βγήκε τρίτος στους μαθηματικούς αγώνες σχολείων Μακεδονίας. Επίσης άρχιζε να παίζει ποδόσφαιρο στη θέση του τερματοφύλακα και δέχτηκε επίσημη πρόταση από την ομάδα της Κοζάνης, την οποία και απέρριψε δείχνοντας για πρώτη φορά τον ανατρεπτικό του χαρακτήρα με το να μην δέχεται να ενταχτεί στο σύνολο και στην κοινωνία. Αρχίσανε να φαίνονται τα πρώτα δείγματα... Παράλληλα έγραφε στιχάκια και ποιήματα από την πρώτη Γυμνασίου... 

Στη Θεσσαλονίκη, στη Φιλοσοφική Σχολή εμφανίζει για πρώτη φορά απόψεις για τη ζωή και την πολιτική και αρχίζει να δείχνει τη διάθεσή του να ασχοληθεί με αυτά και να περάσει τα δικά του μηνύματα. Σκεφτόταν παράλληλα να γίνει και δημοσιογράφος. Γράφει λοιπόν ένα άρθρο, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά ένα ψευδώνυμο και όχι το κανονικό του ονοματεπώνυμο. 

Υπογράφει σαν Άσιμος. 

Από τότε το καθιερώνει και δεν το ξαναλλάζει. Ασχολείται επίσης με το θέατρο. Παίζει Αριστοφάνη, Μένανδρο, Μολιέρο. Δείχνει τη φλέβα που έχει μέσα του για μία ακόμη φορά. Αγοράζει την πρώτη του κιθάρα και αυτοδίδακτος ξεκινάει να παίζει στις μπουάτ κάτω από τον Λευκό Πύργο. Συνεργάτες εκείνη την εποχή και μουσικοί οι Δημήτρης Δημητρακόπουλος, Γιώργος Κατσικαβέλης, Νίκος Μωραϊτόπουλος, Joe. Ανυπότακτος αρχίζει να αγνοεί τη λογοκρισία και αντιδρά στις μουσικές εταιρίες οι οποίες του προτείνουν να αλλάξει τους στίχους αν θέλει να του κάνουν δίσκο. Η αντίδρασή του σε όλη σχεδόν την πορεία του φαίνεται από τους στίχους του ξεκάθαρα.


«δεν τα κάνω εγώ πλακάκια με κανέναν κερατά, μην μ’ ανάψουν τα λαμπάκια και σου κάνω σαματά»

Το 1973 και λίγο πριν αποφασίσει να ταξιδέψει για την πρωτεύουσα, νοσηλεύεται σε νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη, με πρόβλημα στο στομάχι όπου και σώζεται από θαύμα, διότι ο οργανισμός του αποβάλλει αίμα και είναι πολύ αδύναμος πλέον. Όταν και μετά από μάχη με τους γιατρούς θα βγει από το νοσοκομείο, ξεκινάει με δυο ακόμη φίλους με τα πόδια για την Αθήνα. 
Οι απόψεις του για τη θητεία του στρατού ήταν αντίθετες και φτάνοντας λίγο έξω από την Πάτρα, κατευθύνεται στην πύλη ενός στρατοπέδου. «Εγώ δεν κατατάσσομαι εκεί. Το έκανα μόνο για τη γιαγιά μου, που μου έλεγε πως πρέπει να πάω στον στρατό. Εγώ αγαπώ τη γιαγιά μου». Μετά από έντονη διαμάχη με τους στρατιώτες, του βγάζουνε απολυτήριο «Σχιζοειδούς Ψυχώσεως» και τον αφήνουνε να φύγει. Απαλλαγμένος πια από στρατιωτικές θητείες και γραφειοκρατικά περιπλέγματα, όπως ο ίδιος τα θεωρούσε, μπαίνει σε ένα λεωφορείο και με ένα ξύλινο καρέκλι στα χέρια κατεβαίνει στην Αθήνα. «Εγώ δεν πήγα στρατό και αυτό γιατί δεν μου αρέσει με τα όπλα που θα μου δώσουν να σκοτώσω τον συνάνθρωπό μου, Έλληνα ή Τούρκο. Θα στρέψω τα όπλα τους εκεί που πρέπει και όταν πρέπει. Εναντίον τους. Μου δώσαν σήμερα το χαρτί. Δεν συμφωνώ πάντως με αυτό που γράφει. Θα έπρεπε να γράφει σχιζοφρενοβλαβίωση. Εγώ πάντως είμαι εντάξει». 
Επόμενος και τελευταίος σταθμός, Εξάρχεια. Οργανώνεται με άλλους αυτοδίδακτους μουσικούς. Γκαϊφύλιας, Ζωγράφος, Τζαβέλας, Ζουγανέλης, Μπουλάς, Τράνταλης, Ζαφειρέλης, Πανυπέρης, Φιφινής, Μουζακίτης, Σπυρόπουλος, Σλιώμης, Μπίκος, Μανιάτη, Σακελλαρίου, Καλοναίος, Ταρραίος, Πιλατάκης, Στρατηγός, Τόμπλερ, Τρύφων, Εxarhia Square Band, Παπανικολάου, Ζυγομαλάς, Τάκης, Αντρέας, Δεληγιάννης, Πιτροπάκης, Τουρίστας, Στέλιος, Αρβανιτάκης, Ευγένης, Σπύρος Βλασσόπουλος -Λήδα, Πατάκος, Χριστίδου όπως και πολλοί άλλοι. Παίζει σε μπουάτ στην Πλάκα: «Πέμπτη Εποχή», «Ενδέκατη Εντολή», «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας», «Χνάρι», «Σούσουρο», «Μουσικό Καφενείο». Στα διάφορα μαγαζιά εκτός από τραγούδια το πρόγραμμά του περιλαμβάνει θεατρικά, πρόζες, συνομιλία με τους θαμώνες. Η δύσκολη εποχή της δικτατορίας και της συνεχόμενης πίεσης που ένιωθε για όλα γύρω του μα και για τον εαυτό του και με τα τραγούδια του να ακούγονται από τον κόσμο της Αθήνας στα Εξάρχεια, την Πλάκα, το Μοναστηράκι τον βάζουν στο... μάτι της αστυνομίας, με αποτέλεσμα να τον συλλάβουν και να κρατηθεί στην Ασφάλεια, όπου και χάνει την ταυτότητά του. Δεν επιχειρεί να βγάλει καινούργια. Αποφυλακίζεται και το 1975 κυκλοφορεί μετά από πολλές προσπάθειες τον πρώτο δίσκο 45 στροφών με τα τραγούδια – «Μηχανισμός», «Πανηγύρι». Παράλληλα αρχίζει την έκδοση και διακίνηση «παράνομων» κασετών με τραγούδια στα Προπύλαια, στο Πολυτεχνείο, στο Μοναστηράκι, στα Εξάρχεια. Ο κόσμος ξεσηκώνεται και ενώ στην αρχή το κάθε μαγαζί που δουλεύει δεν γεμίζει στο τέλος είναι ασφυκτικά γεμάτο. Επηρεασμένος από μουσικά ακούσματα του Σαββόπουλου και της παλιάς ρεμπέτικης σχολής, ο Άσιμος δίνει ένα διαφορετικό χρώμα στο τότε ελληνικό ροκ με μπαλάντες, με κομμάτια από κάθε είδος ελληνικής μουσικής όπως ζεϊμπέκικα, τζαζέ, τσάμικα, παραδοσιακά κοζανίτικα, βλάχικα και παραδοσιακά ποντιακά κομμάτια. 
Η ζωή του όλη στην καρδιά των Εξαρχείων.
 Το πρώτο σπίτι του στην οδό Βαλτετσίου, μετά στην οδό Αραχώβης και για πολύ λίγο στην οδό Ζαΐμη. Σύχναζε στην Καλλιδρομίου όπου δούλευε και κοιμόταν κάπου-κάπου σε ένα ψιλικατζίδικο, στην πλατεία Εξαρχείων. Αγαπημένα του στέκια το «Παρασκήνιο», το «Καλλιδρόμιο», το «Τσαφ», το «Ράμπα», το «Ντάντα». Με τους φίλους του συζητά και προβληματίζεται για τα κοινωνικά δρώμενα. Παρέα του τότε και οι Παύλος Σιδηρόπουλος, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χαρούλα Αλεξίου, αλλά και το άλλο του μουσικό μισό και πολλή φίλη του, η Σωτηρία Λεονάρδου. Η δύσκολη τότε εποχή με τη Χούντα, τους αναρχικούς, τη λογοκρισία κάνουν τον Νικόλα πιο πολιτικοποιημένο με τις ιδέες του. Τα βάζει με την κοινωνική τάξη και το οποιοδήποτε θέμα που αφορούσε στην τότε πολιτική, τα στρώματα, τα σωστά και λάθη...

«την ψυχή μου δεν πουλάω και τον δρόμο μου τραβάω...»

Το 1976 από τη σχέση του με τη Λίλλιαν Χαριτάκη, γεννήθηκε η κόρη του Λίλλιαν Κυριακή.
 Οι φίλοι του που θυμούνται, μας διηγούνται «ο Νικόλας δεν μιλούσε μόνο για την πολιτική. Τα είχε μεν με το σύστημα αλλά ήταν ένας πολύ ήσυχος άνθρωπος και πολύ ερωτικός τύπος. Ψηλός και πάντα αποφασισμένος.
 Όμορφος, γλυκός και όταν μιλούσε ήταν σαν άγιος.
 Οι κοπέλες της τότε εποχής γουστάρανε να ασχολείται μαζί τους». Κάποιοι άλλοι τονίζουν «ο Νικόλας ήταν βιβλική φάτσα και τον διακατείχε μία σοφιστική διάθεση. Είχε πάντα μία γκλίτσα και προχωρούσε... Όταν έμπαινε στο μαγαζί τον φωνάζαμε να μας αγιάσει και εκείνος με ένα πλατύ χαμόγελο σαν να ήταν άγιος μάς χτυπούσε φιλικά στο κεφάλι και έτσι παίρναμε τον αγιασμό του». Ο κόσμος τον αγαπούσε γιατί πίστευε στα δικά του ιδανικά και δεν άλλαζε απόψεις, όπως επίσης και για το πλούσιο χιούμορ του. Καλλιτέχνης χωρίς ο ίδιος να το παραδεχτεί ποτέ... 
Κάποια στιγμή ο ίδιος σώζει την εξάχρονη κόρη του από βιασμό στα Εξάρχεια δείχνοντας για μια ακόμη φορά την ανθρώπινη και υπεύθυνη πλευρά του, απέναντι σε ανθρώπους που αγαπάει. Ακόμη κι αν τον πειράζανε κάποιοι, νευρίαζε για λίγο και τους κυνηγούσε για πλάκα με την γκλίτσα. «Ο Νικόλας ήταν αντιστάρ και παράλληλα τεμπελάκος. Ερχόταν και έλεγε –κανένα κονιακάκι βρε παιδιά- και συνέχιζε να σχολιάζει τα γεγονότα. Κάπνιζε και από κανένα τσιγάρο και όταν δεν είχε λεφτά έλεγε πως δεν τα χρειαζόταν, τι να τα έκανε αφού μπορούσε να μεθύσει και με νερό, τόνιζε γελώντας. Ήταν πάντα έξω από κάθε θέμα που αφορούσε σε πιεστικό πρόγραμμα και σε πίεση με γυναίκες, δουλειές, χρήματα, πράγματα υλικά και μη. Ήταν άθρησκος και όχι άθεος. Πίστευε σε κάτι ανώτερο και αγαπούσε τους ανθρώπους μέχρι εκεί που πίστευε πως έπρεπε».

«ξερνάω την μπαταρία, δεν εκτελώ εργασία, δεν θέλω ενημέρωση, τροφή και διασκέδαση, γουστάρω ελευθερία...»

«Είχε νεύρα με τους αστυνομικούς, όταν τους έβλεπε έπιανε τη μύτη του και τους έλεγε πως βρομάγανε... Όλοι μας στον δρόμο κάποιες στιγμές παραμιλούμε. Έτσι κι αυτός. Τρελός λίγο αλλά κρατούσε την τρέλα του για τον ίδιο». Ο Νικόλας Άσιμος δεν ήταν άνθρωπος που θα μπορούσε να κρατήσει κακία σε κανέναν παρά μόνο στον ίδιο τον εαυτό του. Ήταν ένας άνθρωπος άναρχος κι όχι αναρχικός. Διαφορετικός και φιλόσοφος της ζωής. Ανένταχτος μέχρι εκεί που δεν έπρεπε. Δεν καταλάβαινε τους φίλους του που επιδίωκαν την πολιτικοποίηση και το εύκολο και ανόητο χρήμα. Δεν γούσταρε ούτε το χρήμα. Είχε το θάρρος να λέει σε όποιον έβλεπε να κάνει λάθη, τη δικιά του γνώμη. Την ονόμαζε κραυγή και δεν δέχτηκε να αλλάξει τα τραγούδια του και ας ήταν διαφαινόμενη η αποτυχία της καριέρας του στον εμπορικό πάντα χώρο. Είχε το θάρρος να σταθεί απέναντι σε στρατό και στρατιώτες και να μην ενταχτεί ποτέ, γιατί δεν ήθελε να καταπιέσει εαυτό κι αισθήματα. Και τα κατάφερε. Και ας ήξερε πως παρόμοιες καταστάσεις θα τον οδηγούσαν αργότερα στην απόφαση που την καθυστερούσε όλο και πιο λίγο.
 Το 1977 οδηγείται στη φυλακή με την κατηγορία «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο». 
Οι αστυνομικοί τον παρατηρούν για μέρες και κάποια στιγμή τον συλλαμβάνουν. Αφού θα βγει από το κρατητήριο θα εισαχθεί σε ψυχοθεραπευτική κλινική, όπου και θα νοσηλευτεί με την κατηγορία ότι βίασε μία ανήλικη κοπέλα. Ο ίδιος το αρνείται κατηγορηματικά και τονίζει πως όσοι τον ξέρουν γνωρίζουν πως ο ίδιος δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Σε όλους τονίζει «είμαι πάντα πρόθυμος να δεχτώ μαθήματα, είμαι πάντα ανοιχτός να δεχτώ μηνύματα, είμαι πάντα έτοιμος να δεχτώ χτυπήματα. Είμαι αυτό που ήμουν πάντα. Εγώ γεννήθηκα στο κυπαρίσσι». Η όλη ιστορία με τις κατηγορίες τον κάνουν να αισθάνεται πολύ άσχημα και τον παίρνει από κάτω, και τον τελευταίο χρόνο αρχίζει να σκέφτεται σοβαρά την αυτοκτονία.

«δεν με χωράει ο τόπος ρε παιδιά, βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια, τα δάκρυα

να κάνω μπιχλιμπίδια...»

Παρατάει τον εαυτό του τον τελευταίο καιρό. Μένει άπλυτος για μήνες. Δεν μπορεί πλέον να συμβιβαστεί με τον ρυθμό, τη ρουτίνα, την κοινωνία.

«ανασαίνω κι είμαι μοναχός κι ο ξενιτεμένος είναι άνθρωπος»

Το 1981 γράφει το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκάνθρωπους» και το 1982 βγάζει τον δίσκο «Ο Ξαναπές».

«πρωτοπουλήσαμε τον έρωτα στο γιουσουρούμ για ένα κουστούμ»

Το λέει στους φίλους του ότι σκέφτεται να αυτοκτονήσει.

- «Εσύ ρε Νικόλα θα αυτοκτονήσεις ένας μαχητής της ζωής;»

- « Επειδή είμαι μαχητής θα αυτοκτονήσω όρθιος»

Κλείνεται για μέρες στην κάμαρα, στο δωματιάκι του, στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Κάθε μέρα αφήνει κι ένα νέο σημείωμα στο τζάμι «θα περιμένω άλλη μια μέρα». Δεκαοχτώ χρόνια αφού είχε χάσει την ταυτότητά του και ενάμιση χρόνο πριν φύγει καταφέρνει να βγάλει μία άλλη με επίθετο πλέον Άσιμος και διευκρίνιση στο σημείο θρησκεύματος το εξής: άνευ θρησκεύματος! Πρωτόγνωρο για εκείνη την εποχή να καταφέρει κάποιος κάτι τέτοιο. Οι απόπειρες για να βάλει τέλος ξεκινούν, αλλά τις δύο πρώτες φορές δεν τα καταφέρνει αφού την πρώτη σπάει το σχοινί και τη δεύτερη η καρέκλα. Η τρίτη είναι και η μοιραία όταν και επιχειρεί να κρεμαστεί με συρματόσχοινο... 
Λίγο πριν έρθει το τέλος έγραψε ένα σημείωμα στις,17 Μαρτίου του 1988, στον φίλο του στο μαγαζάκι που σύχναζε και δούλευε, αυτοσαρκαζόμενος για την ανικανότητά του να αυτοκτονήσει. «Συγχώρα με Νίκο που δεν σου άδειασα νωρίτερα τη γωνιά, αλλά ως και ο θάνατος δεν με ήθελε».
 Ένιωθε από παντού την πίεση να τον συνθλίβει. Οδυνηρή μοναξιά και απόλυτο χάσμα στην επαφή και συνεννόηση με τους ανθρώπους.
 «Κάποτε θυμάμαι ακόμη μίλαγα με τους ανθρώπους. Τώρα πια δεν εξηγώ. Το έχω σταματήσει». 
Επίσης όσοι ήταν μαζί του εκείνο το βράδυ τον άκουσαν να τους λέει πριν σηκωθεί να φύγει: «Άντε γεια σας μάγκες πάω να αυτοκτονήσω τώρα...!» Ο Νικόλας ήταν ένα περίεργο κράμα ανθρώπου. Από τη μια όταν τον έβλεπες σκεφτόσουν πως είναι απόγονος του ρεμπέτικου τραγουδιού και από την άλλη με το μαύρο του μαλλί και τα γένια του ήταν σαν άγιος. Θύμιζε η εμφάνισή του, τον Ιησού ή ακόμη και τον Μωυσή. «κι εγώ έχω γίνει γομολάστιχα που σβήνει τα κατάστιχα ανθρώπων και θεσμών»

Το 1989 έρχεται η καταξίωσή του από τον γερμανικό ραδιοφωνικό σταθμό WDR, o οποίος του αφιερώνει τρίωρη εκπομπή στο πλαίσιο του προγράμματος «Οι Αιρετικοί του κόσμου». «Όταν πλακώσει ο θάνατος, αρχίζει η καταγραφή της ζωής. Το καλό με μένα, αλλά και το ζόρι, είναι ότι ξέρω συνειδητά το θάνατό μου και μαζί με την καταγραφή της πεθαμένης ζωής μπορώ να καταγράψω και τον θάνατό μου». Λίγα χρόνια αργότερα ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου κυκλοφορούν τους δίσκους «Στο Φαλημέντο του κόσμου Γιουσουρούμ» και «Το Φανάρι του Διογένη», στους οποίους τραγουδά ο Άσιμος, μαζί του και η Λεονάρδου. Αργότερα θα κυκλοφορήσει και ένας διπλός δίσκος «Βιομηχανία του Πεζοδρομίου» με όλες τις πρώτες εκτελέσεις με τη φωνή του Νικόλα και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου θα βγάλει δύο δικούς του δίσκους που τραγουδούσε τραγούδια του Νικόλα και πάλι, τα οποία γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία με τίτλο «Χαιρετίσματα» και «Πες μου ένα ψέμα να αποκοιμηθώ». «Δεν αυτοκτόνησε από τα πολλά λεφτά που ποτέ δεν είχε άλλωστε. Ο ίδιος το είχε πει «εγώ με τις ιδέες μου, εσείς με τα λεφτά σας». Αυτοκτόνησε γιατί αυτά που είχε να δώσει, ήταν λίγα αλλά θεωρούσε πως ήταν αληθινά και τα μόνα και πως δεν θα είχε να δώσει κάτι άλλο. Ίσως να σεβόταν τους συνανθρώπους του και να μην ήθελε να κοροϊδεύει κανέναν και δη τον ίδιο του τον εαυτό», μας διηγείται φίλος του.

 Ο Νικόλας Άσιμος κηδεύτηκε στο νεκροταφείο της Καλλιθέας και επάνω στον τάφο του γράφτηκαν τα στιχάκια του «Μπαγάσα». Πέντε χρόνια αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Κοζάνη. Η φίλη του και συνεργάτης Σωτηρία προσπάθησε πολύ να ξεπεράσει τον χαμό του Νικόλα. Η οικογένειά του, σύζυγος και κόρη Χαριτάκη μαζί επέστρεψαν στην Κρήτη. «αφήνω πίσω το σαματά και τους ανθρώπους, έχω χορτάσει κατραπακιές και ψάχνω τρόπους. Πώς να ξεφύγω από τη μοίρα και έχω μέσα μου πλημμύρα ουρανέ.

Και αν δεν υπήρξα κατεργάρης και θα το θες να με φλερτάρεις γαλανέ.

Ρε Μπαγάσα περνάς καλά κει πάνω...

Κάνε πάσα καμιά ματιά και χάμω...

Κι που κοιμάσαι και αρμενίζεις ξάφνου αστράφτεις και μπουμπουνίζεις

Κι ό,τι σου ρθει κατεβάζεις, μη θαρρείς πως με ταράζεις

Γιατί σου φτιάχνω τραγουδάκια με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν

Για τον χαμένο μου αγώνα που τα αστεράκια μείναν μόνα

να τον κλαιν...»

Ήταν ανατρεπτικός. Κάποιοι τον είπαν μέχρι και Ρασπούτιν εμφανισιακά. 

«Ο Νικόλας ήταν μάγκας. Τα έβαλε με όλους μόνο και μόνο για να δείξει πως η ζωή είναι πολύ απλή και μικρή.

 Όταν έφυγε, η γυναίκα του έκανε παρόμοια κίνηση να φύγει και εκείνη αλλά την προλάβαμε. Η φίλη του Σωτηρία ήταν ζωντανή - νεκρή πλέον. Εκείνον τον καιρό χαθήκανε πολλοί. Άλλοι από κακουχίες, άλλοι από ναρκωτικά και έτσι ο θάνατος του Νικόλα δεν είχε το αντίκτυπο που πολλοί μπορεί να νομίζουν. Ακόμη και σε αυτό ο άτιμος το είχε σχεδιάσει ώστε να μην πονέσουμε. Έφυγε τραγικά αλλά και πάλι σιωπηλά...» διηγούνται όσοι τον θυμούνται. Και τον θυμούνται πολλοί. Και όλο και περισσότεροι τον ανακαλύπτουν. Ο αριθμός των τραγουδιών του φθάνει στα 140. Η καρδιά των Εξαρχείων θυμίζει Άσιμο. Θυμίζει έναν καλλιτέχνη της ζωής που όπως οι ζωγράφοι φτιάχνουν όμορφα πράγματα και μετά τα μουτζουρώνουν έτσι και ο ίδιος έκανε τη ζωή του μία ζωγραφιά και την έδειξε σε μικρούς και μεγάλους, για να μαθαίνουν...
 Έζησε μόλις τριάντα εννιά χρόνια. Ούτε καν σαράντα... 

Μπορεί να τα έβαλε με όλους μας το πιο πρωτόγνωρο ήταν πως τα έβαλε με τον Κύριο, τον αποκάλεσε Μπαγάσα και έδειξε πως όποιος έχει τραγουδήσει σε ροκ ρυθμούς, πάντα είναι πιο ανατρεπτικός από όλους τους υπόλοιπους. Και φυσικά όποιος έχει ζήσει σε ροκ ρυθμούς...

* Αντώνης Λιάνος (από το musicheaven.gr)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου